συκάσιος

συκάσιος
συκάσιος
of
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συκάσιος — ον, ΜΑ [σῡκον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύκα 2. φρ. «Ζεὺς συκάσιος» προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τού καθαρμού, γενικά, επειδή χρησιμοποιούσαν σύκα στους καθαρμούς, ή, κατ άλλους, προσωνυμία τού Διός ως προστάτη εκείνων που… …   Dictionary of Greek

  • συκασίῳ — συκάσιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”